χολορραγία

χολορραγία
χολόρροια η обильное истечение жёлчи (во время операции печени)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χολορραγία" в других словарях:

  • χολορραγία — η, Ν ιατρ. χολόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + ρραγία (< ρραγής < ρήγνυμι «σπάζω»), πρβλ. αιμο ρραγία] …   Dictionary of Greek

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»